- αδμισσιών
- ἀδμισσιών (-ῶνος), η (Μ)παρουσίαση τών ξένων πρέσβεων, προσαγωγή τών ξένων επισκεπτών στο Παλάτι τής Κωνσταντινούπολης κατά τους βυζαντινούς χρόνους από τον αδμισσιονάλιο*.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. admissio (= εισδοχή)].
Dictionary of Greek. 2013.